παρακύπτω

παρακύπτω
ΜΑ, ποιητ. τ. παρκύπτω, Α
(για πρόσ. που βρίσκεται έξω από έναν χώρο) σκύβω και βλέπω προς τα μέσα («ἄφρων ἀπὸ θύρας παρακύπτει εἰς οἰκίαν», Σοφ.)
μσν.
κοιτάζω κάτι ερευνητικά, περιεργάζομαι
αρχ.
1. (σχετικά με πλημμελή στάση φαύλου κιθαρωδού ή αυλητή) σκύβω προς τα πλάγια
2. σκύβω για να δω κάτι καλύτερα, με μεγαλύτερη ακρίβεια
3. παραβλέπω, κοιτάζω κάτι με αδιαφορία
4. βλέπω κρυφά από παράθυρο ή πόρτα (α. «κἄν ἐκ θυρίδος παρακύπτωμεν, τὸ κακὸν ζητεῑτε θεᾱσθαι», Αριστοφ.
β. «παρακύπτουσα τὸν ἐραστὴν ἰδεῑν», Πλούτ.)
5. σκύβω πάνω από κιγκλίδωμα
6. σκύβω προς τα έξω και βλέπω
7. (για πράγμα) εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι
8. αναμιγνύομαι, επεμβαίνω
9. (η μτχ. ονομ. θηλ. παθ. ενεστ. ως ουσ.) αἱ παρακυπτόμεναι
θυρίδες από όπου βλέπει κανείς προς τα έξω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρακύπτω — stoop sideways pres subj act 1st sg παρακύπτω stoop sideways pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακυψάντων — παρακύπτω stoop sideways aor part act masc/neut gen pl παρακύπτω stoop sideways aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακύπτει — παρακύπτω stoop sideways pres ind mp 2nd sg παρακύπτω stoop sideways pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακύπτομεν — παρακύπτω stoop sideways pres ind act 1st pl παρακύπτω stoop sideways imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακύπτοντα — παρακύπτω stoop sideways pres part act neut nom/voc/acc pl παρακύπτω stoop sideways pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακύπτουσι — παρακύπτω stoop sideways pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρακύπτω stoop sideways pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακύπτουσιν — παρακύπτω stoop sideways pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) παρακύπτω stoop sideways pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακύψαι — παρακύπτω stoop sideways aor inf act παρακύψαῑ , παρακύπτω stoop sideways aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακύψαντα — παρακύπτω stoop sideways aor part act neut nom/voc/acc pl παρακύπτω stoop sideways aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρακύψατε — παρακύπτω stoop sideways aor imperat act 2nd pl παρακύπτω stoop sideways aor ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”